- αυτοκινητάμαξα
- ητρένο επιβατικό, οτομοτρίς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτοκινητάμαξα — η 1. σιδηροδρομικό όχημα εφοδιασμένο με κινητήρες ντήζελ και με θέσεις για τη μεταφορά επιβατών 2. σιδηροδρομικός συρμός (οτομοτρίς) με κινητήριο όχημα και ρυμουλκούμενα με θέσεις επιβατών … Dictionary of Greek
οτομοτρίς — και ωτομοτρίς, το (άκλ. ουσ.) σιδηροδρομική αυτοκινητάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. automotrice, θηλ. τού επιθ. automoteur] … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οτομοτρίς — το και η (άκλ., λ. γαλλ.), αυτοκινητάμαξα, τρένο επιβατικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)